Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πωρῆσαι λυπῆσαι

См. также в других словарях:

  • πωρώ — (I) έω, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «πωρεῑν κηδεύειν πενθεῑν» β) «πωρῆσαι λυπῆσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταλαίπωρος]. (II) έω, Α [πωρός (II)] 1. είμαι τυφλός 2. είμαι δυστυχής, άθλιος. (III) όω, Α βλ. πωρώνω …   Dictionary of Greek

  • ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»